- αποψιλωτικός
- η , ό[ν] относящийся к депиляции;
αποψιλωτικαί σκευασίαι — депиляторы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποψιλωτικαί σκευασίαι — депиляторы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποψιλωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αποψίλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποψίλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποψιλωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αποψίλωση, στην αποτρίχωση: Υπάρχουν σήμερα πολλά αποψιλωτικά παρασκευάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκσυρτικός — ἐκσυρτικός, ή, όν (Α) αποψιλωτικός, κατάλληλος για αποψίλωση … Dictionary of Greek
ψιλωτικός — ή, ό / ψιλωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψιλῶ] αυτός που συντελεί στην ψίλωση, αποψιλωτικός (α. «ψιλωτικό φάρμακο» β. «ἀλωπεκία τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ γενείων», Μέγα Ετυμολογικόν) μσν. γραμμ. (για τους Ίωνες και τους Αιολείς) αυτός που αγαπά… … Dictionary of Greek